ἑκατοστύς

ἑκατοστύς
ἑκατοστύ̱ς , ἑκατοστύς
a hundred
fem acc pl
ἑκατοστύς
a hundred
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκατοστύς — ἑκατοστύς, η (Α) 1. η εκατοντάδα 2. υποδιαίρεση κοινότητας ή φυλής …   Dictionary of Greek

  • ἑκατοστύας — ἑκατοστύς a hundred fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοστύες — ἑκατοστύς a hundred fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοστύος — ἑκατοστύς a hundred fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοστύσι — ἑκατοστύς a hundred fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοστύσιν — ἑκατοστύς a hundred fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοστύων — ἑκατοστύς a hundred fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἑκατοστύι — ἑκατοστύϊ , ἑκατοστύς a hundred fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”